- σφέλα
- η, Ν(τροφ. τεχνολ.) παραδοσιακό ελληνικό ημίσκληρο τυρί άλμης τής νότιας Πελοποννήσου, το οποίο παρασκευάζεται από γάλα αιγοπροβάτων που πήζει με παραδοσιακή πυτιά και ωριμάζει για τρεις τουλάχιστον μήνες σε ξύλινα βαρέλια ή σε μεταλλικά δοχεία.
Dictionary of Greek. 2013.